- αἰθαλῶ
- αἰθαλόωto soil with sootpres subj act 1st sgαἰθαλόωto soil with sootpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιθαλώ — αἰθαλῶ ( όω) (Α) 1. ρυπαίνω, γεμίζω με καπνό ή καπνιά «μὴ σ’ αἰθαλώσῃ πολύκαπνον στέγος πέπλους» (Ευρ. Ηλ. 1140) 2. παθ. κατακαίγομαι, γίνομαι στάχτη «κλαίων δὲ πάτραν τὴν πρὶν ᾐθαλωμένην» (Λυκόφρων 141). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθάλη. ΠΑΡ. αἰθαλωτός] … Dictionary of Greek
αἰθάλῳ — αἴθαλος smoky flame masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… … Hofmann J. Lexicon universale
PALLADIUM — Palladis simulacrum, quod Romae in aede Vestae fuit, cuius meminit Herodian. l. 1. c. 14. Id fuit e ligno compactum, movens oculos, atque hastam, quam manu gestabat, ut seribit Servius. Nam cum apud Troiam in honorem Palladis arx, et in eius… … Hofmann J. Lexicon universale
αιθάλη — Πολύ λεπτή μαύρη σκόνη από σχεδόν καθαρό άνθρακα, που ανήκει στην κατηγορία των τεχνητών ανθράκων. Α. δημιουργείται όταν γίνεται ατελής καύση πολλών οργανικών σωμάτων, όπως βενζόλιο, ρητίνη, λίπη, έλαια, πίσσα κλπ. Βιομηχανικά παρασκευάζεται με… … Dictionary of Greek
αιθάλωσις — αἰθάλωσις, η (Α) (συνήθως στον πληθυντικό αἰθαλώσεις) το μαύρισμα από καπνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθαλῶ ή απευθείας από τη λ. αἴθαλος, πρβλ. και αἰετὸς ἀέτωσις] … Dictionary of Greek
αιθαλωτός — ή, ό (Α αἰθαλωτός, ή, ὸν) [αἰθαλῶ] νεοελλ. ο μαυρισμένος από την καπνιά αρχ. αυτός που έγινε στάχτη, ο καμένος (Λυκόφρων 338) … Dictionary of Greek
απαιθαλώ — ἀπαιθαλῶ ( όω) (Α) [αιθαλώ] καίω κάτι τελείως, το κάνω στάχτη … Dictionary of Greek
καταιθαλώ — καταιθαλῶ, όω (Α) κατακαίω, μεταβάλλω σε αιθάλη, σε κάπνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἰθαλῶ (< αἰθάλη)] … Dictionary of Greek